ρέλι

ρέλι
το, Ν
παρυφή, ραμένη στα άκρα υφάσματος ή ενδύματος, στρίφωμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ρέλι — το κορυφή στην άκρη υφάσματος, στρίφωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ρελιάζω — Ν [ρέλι] στριφώνω ύφασμα ή ένδυμα …   Dictionary of Greek

  • φελιαστός — ή, ό, Ν [φελιάζω] αυτός που προστέθηκε κάπου με φέλιασμα («το ρέλι στο παντελόνι σου είναι φελιαστό»). επίρρ... φελιαστά Ν με φέλιασμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”